- θερσιτικός
- η , ό[ν] наглый и трусливый;
θερσιτική διαγωγή — наглое и трусливое поведение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θερσιτική διαγωγή — наглое и трусливое поведение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θερσιτικός — ή, ό θρασύδειλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θερσίτης. Για τη σημασία πρβλ. θερσίτειος] … Dictionary of Greek
θερσιτικός — ή, ό που έχει τα ελαττώματα του Θερσίτη (πρόσωπο της Ιλιάδας, πρότυπο θρασύτητας και δειλίας), που έχει τα γνωρίσματα του θράσους και της δειλίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)